εὐχέρεια

εὐχέρεια
εὐχέρεια
tolerance of
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐχερείᾳ — εὐχερείᾱͅ , εὐχέρεια tolerance of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχέρεια — η (ΑΜ εὐχέρεια) [ευχερής] ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων μσν. ευκαιρία αρχ. 1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων 2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι 3. προθυμία για κάτι 4. (με κακή… …   Dictionary of Greek

  • ευχέρεια — η ευκολία, άνεση στο να κάνω ή να χρησιμοποιήσω κάτι: Έχειευχέρεια στο λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακριτική ευχέρεια — Η δυνατότητα ενός οργάνου, φορέα ή προσώπου να αποφασίζει και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια ενός ή περισσότερων νομικών κανόνων, με δική του κρίση ή εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Μπορεί να είναι περιορισμένη ή απόλυτη, οπότε ο παράγοντας της… …   Dictionary of Greek

  • εὐχερείας — εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem acc pl εὐχερείᾱς , εὐχέρεια tolerance of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχερείαις — εὐχέρεια tolerance of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχέρειαι — εὐχέρεια tolerance of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχέρειαν — εὐχέρεια tolerance of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναστολή — Ο όρος κυριολεκτικά σημαίνει διακοπή μιας φυσιολογικής δραστηριότητας. (Ιατρ.) Αρχικά, α. χαρακτηριζόταν η ενέργεια που ασκεί ένα νευρικό κέντρο για να ελαττώσει ή να εξαλείψει τα αποτελέσματα της φυσιολογικής δραστηριότητας ενός άλλου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”